φωτεινούς

φωτεινούς
φωτεινός
shining
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος …   Dictionary of Greek

  • φωτόκλονος — ον, Μ (για φυτό) αυτός που έχει φωτεινούς κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τού *φωτόκλωνος < φωτ(ο) * + κλών, κλώνος «κλωνάρι»] …   Dictionary of Greek

  • αστροφωτομετρία — Κλάδος της αστρονομίας, που μελετά τους αστέρες μέσω των φωτόμετρων, οργάνων κατάλληλων για τη μέτρηση της λαμπρότητάς τους. Η σύγχρονη α. χρησιμοποιεί βασικά δύο τύπους φωτόμετρων: αυτά που βασίζονται στις κανονικές φωτογραφικές διαδικασίες και… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… …   Dictionary of Greek

  • Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”